1 δέντρο
δέντρο οπωροφόρο — фруктовое дерево;
καρποφόρα δέντρα — плодовые деревья;
δέντρο των χριστουγέννων — или χριστουγεννιάτικο δέντρο — рождественская ёлка;
δέντρο γενεαλογικό — родословное дерево;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δέντρο